- ἄκοιλα
- ἄκοιλοςnot hollowneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άκοιλα — (acoela). Μικροσκοπικά σκουλήκια χωρίς πεπτικό σωλήνα. Ζουν στη θάλασσα και η πέψη της τροφής γίνεται μέσα σε ειδικό χώρο, που σχηματίζεται από την ένωση των ενδοδερμικών κυττάρων. Δεν έχουν μυϊκό φάρυγγα, ούτε εκκριτικά όργανα και το νευρικό… … Dictionary of Greek
άκοιλος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει μεγάλη κοιλιά. 2. το ουδ. ως ουσ. στον πληθ., τα άκοιλα ομάδα θαλάσσιων σκουληκιών χωρίς εντερικό σωλήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)